- ἐσλά
- ἐσθλόςgoodneut nom/voc/acc pl (doric)ἐσλά̱ , ἐσθλόςgoodfem nom/voc/acc dual (doric)ἐσλά̱ , ἐσθλόςgoodfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔσλα — ἔσλᾱ , εἰσ λάω 1 pres imperat act 2nd sg ἔσλᾱ , εἰσ λάω 1 imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔσλᾱ , εἰσ λάω 2 seize pres imperat act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κανταβρικά ή Καντάβρια Όρη — (Cordillera Cantabrica). Οροσειρά (2.678 μ.) στο βόρειο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου, που εκτείνεται περίπου 420 χλμ. με κατεύθυνση από τα Δ προς τα Α. Η ονομασία του προέρχεται από τους Καντάβριους, τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής. Το… … Dictionary of Greek
Λεόν — I (Léon). Πόλη (130.916 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (15.580 τ. χλμ., 488.751 κάτ.), στην αυτόνομη περιοχή Καστίλη Λεόν (βλ. λ.). Η πόλη, που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Μπερνέσγκα και Τόρβο, αποτελεί… … Dictionary of Greek
Ντουέρο — (ισπαν. Duero, πορτογαλ. Douro, εξελλην. Δούρος). Ποταμός (770 χλμ.) της Ιβηρικής Χερσονήσου, που εκβάλλει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Πηγάζει στην Ισπανία από τα Πίκος ντε Ουρμπίον (Ιβηρικά Όρη) και στρέφεται αρχικά στα Α· αφού περάσει στην πόλη… … Dictionary of Greek
Τορόχα ι Μιρέτ, Εντουάρντο — (Torroja y Miret, Μαδρίτη 1899 – 1962). Ισπανός μηχανικός. Καθηγητής της Ανώτατης Τεχνικής Σχολής Αρχιτεκτονικής και Μηχανικής της Μαδρίτης, από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του δραστηριότητας αφοσιώθηκε στη θεωρία των κατασκευών και στο… … Dictionary of Greek